Textsorte
dokumentarisch
Datierung
2. bis 1. Jh. v. Chr.
Herkunft
Trismegistos
HGV-Nr.
DDbDP-Nr.
Sprache/n
Griechisch
Schrift
Griechisch
Schreibrichtung
parallel zu den Fasern
Tinte
Beschreibung der Hand
Gliederungszeichen
Bibliographie
Bitte an Behörde, um die Erlangung einer wohl umstrittenen Erbschaft behilflich zu sein. Die Erbin wird beschrieben; sein mann ist kyrios. Die Beschreibung ist zur Erlangung des Erbe sehr wichtig, vgl. auch P.Ent. 17 (218 v.Chr.).
Urkunde, ptolemäisch, Land, Erbschaft, Frau
Transkription
r
v,ms
[ ̣ ̣ ̣] ̣ ̣ ̣ς Ἡρακλείδηι τῶι ἀδελφῶι χαίρειν
[καὶ ἐρρ]ωμ̣έ̣ν̣ω̣[ι] διευτυχεῖν. Τηλεφάνης̣
[ὁ ἀ]π̣οδεδ̣[ωκώς σοι τ]ὸ ἐπιστόλιον, ἔστιν ἡμῖν ἀδελφικ ̣ ̣
α̣[ἱ]ρες̣ ̣ ̣ ̣[ ̣ ̣] ̣ τούτου δὲ τυγχάνει ἡ γυνὴ
5[ ̣] ̣ ̣ ̣, ἧ̣ς καὶ ἡ εἰκὼν ὑπόκειται, κληρονομοῦ̣σ̣α̣
[τ]ὰ̣ π̣α̣τρικὰ καὶ τὰ παππῶια. καὶ ἕως μὲν
[ο]ὖ̣ν̣ παρελάμβ̣ανέν με συνελθεῖν αὐτῶι
̣ ̣ ̣ε ̣[ ̣ ̣ ̣] ̣[ ̣] ̣ ̣[ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣] εἰς δὲ τὸ μὴ
καταλειφθῆναι τὸν τόπον παρηι̣τημ̣ένος
10α̣ὐτὸν̣ καὶ παρακεκληκὼς τὸ αὐτὸ καὶ τὸ
ἐπιστόλιον ποιήσειν, χαριεῖ μεγάλως
ἐ̣π̣ι̣τελέσας τὰ πρὸς αὐτὸν καὶ πολυωρήσας
[ὡ]ς̣ κ̣ἀ̣μοῦ παρόντος, ὅπως παραγενηθεὶς
ἀπαγγείληι ἣν προσενή̣νεξαι διʼ ἡμᾶς σπουδήν,
15[καὶ σε]α̣υ̣τ̣οῦ ἐπιμελόμενος ἵνʼ ὑγιαίνηις.
ἔρρωσο
[ -ca.?- ] ̣ ̣τ̣ο̣υ Μ̣[α]κέ̣τα ὡς (ἐτῶν) κ μέση
[ -ca.?- λευκ]όχρ(ως) στρογγυλοπρ(όσωπος) ἔνσιμος ἡσυχῆι
[οὐλὴ (?) -ca.?- ]
20[ -ca.?- ] Ἡ̣ρ̣α̣κ̣λείδ̣ου τοῦ Λάγ<ο>υ τοὺς χαλκο̣ῦ̣[ς -ca.?- ]
v,ctr[καὶ ἐρρ]ωμ̣έ̣ν̣ω̣[ι] διευτυχεῖν. Τηλεφάνης̣
[ὁ ἀ]π̣οδεδ̣[ωκώς σοι τ]ὸ ἐπιστόλιον, ἔστιν ἡμῖν ἀδελφικ ̣ ̣
α̣[ἱ]ρες̣ ̣ ̣ ̣[ ̣ ̣] ̣ τούτου δὲ τυγχάνει ἡ γυνὴ
5[ ̣] ̣ ̣ ̣, ἧ̣ς καὶ ἡ εἰκὼν ὑπόκειται, κληρονομοῦ̣σ̣α̣
[τ]ὰ̣ π̣α̣τρικὰ καὶ τὰ παππῶια. καὶ ἕως μὲν
[ο]ὖ̣ν̣ παρελάμβ̣ανέν με συνελθεῖν αὐτῶι
̣ ̣ ̣ε ̣[ ̣ ̣ ̣] ̣[ ̣] ̣ ̣[ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣] εἰς δὲ τὸ μὴ
καταλειφθῆναι τὸν τόπον παρηι̣τημ̣ένος
10α̣ὐτὸν̣ καὶ παρακεκληκὼς τὸ αὐτὸ καὶ τὸ
ἐπιστόλιον ποιήσειν, χαριεῖ μεγάλως
ἐ̣π̣ι̣τελέσας τὰ πρὸς αὐτὸν καὶ πολυωρήσας
[ὡ]ς̣ κ̣ἀ̣μοῦ παρόντος, ὅπως παραγενηθεὶς
ἀπαγγείληι ἣν προσενή̣νεξαι διʼ ἡμᾶς σπουδήν,
15[καὶ σε]α̣υ̣τ̣οῦ ἐπιμελόμενος ἵνʼ ὑγιαίνηις.
ἔρρωσο
[ -ca.?- ] ̣ ̣τ̣ο̣υ Μ̣[α]κέ̣τα ὡς (ἐτῶν) κ μέση
[ -ca.?- λευκ]όχρ(ως) στρογγυλοπρ(όσωπος) ἔνσιμος ἡσυχῆι
[οὐλὴ (?) -ca.?- ]
20[ -ca.?- ] Ἡ̣ρ̣α̣κ̣λείδ̣ου τοῦ Λάγ<ο>υ τοὺς χαλκο̣ῦ̣[ς -ca.?- ]
v,ms